Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
γενέτειρα
- απόδοση: ο τόπος που γεννήθηκε κάποιος / η ιδιαίτερη πατρίδα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άρτι αφιχθείς από τη λ όπου & εόρτασε το Πάσχα μετά των παιδικών φίλων