Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σύνδικος
- απόδοση: εκπρόσωπος σε δικαστικές υποθέσεις / επίτροπος που ορίζεται από δικαστήριο στον οποίο ανατίθεται η διαχείριση περιουσίας ατόμου ή εταιρείας που τελεί υπό πτώχευση
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
προσφάτως ορίσθηκε σύνδικος πτωχεύσεως