Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συγγνωστός
- απόδοση: που αξίζει να συγχωρεθεί
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
προέκυψε συγγνωστό σφάλμα > ατόπημα
υπέπεσε σε συγγνωστή πλάνη