Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ετεροδικία
- απόδοση: προνόμιο που παραχωρείται σε αλλοδαπούς προκειμένου να δικάζονται στη χώρα τους για αδικήματα που διέπραξαν σε κράτος που φιλοξενούνται
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η από ετών υφιστάμενη διακρατική συμφωνία διέπει με καθεστώς ετεροδικίας τους εν Ελλάδι υπηρετούντες Αμερικανούς στρατιωτικούς