Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επικαρπία
- απόδοση: εμπράγματο δικαίωμα χρήσης ή εκμετάλλευσης ξένου πράγματος χωρίς να θίγεται η ουσία του
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
με πράξη γονικής παροχής παραχώρησε την ψιλή κυριότητα του ακινήτου διατηρώντας δια βίου την λ