Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δικαστικός
- απόδοση: που έχει σχέση με τη δικαιοσύνη με το δικαστή ή με το δικαστήριο
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
για την επίλυση του προβλήματος αρμόδιες είναι οι δικαστικές αρχές
διετέλεσε λ λειτουργός σε επαρχιακή πόλη
έλαβε εξώδικη όχληση με δικαστικό επιμελητή
ενημερώθηκε για την εις βάρος του δικαστική απόφαση
επί του θέματος υπάρχει δικαστικό προηγούμενο
επιβαρύνθηκε τα δικαστικά έξοδα
θα προβεί εντός της εβδομάδος σε δικαστικές ενέργειες
κατέληξαν σε δικαστικό συμβιβασμό
√ απόδοση: δικονομική ενέργεια που αποσκοπεί στον διακανονισμό διαφοράς
σπεύδω στο δικαστικό μέγαρο
υπηρετεί από ετών στο δικαστικό σώμα
υπήρξε το θύμα εξόφθαλμης δικαστικής πλάνης
√ απόδοση: εσφαλμένης & εν τέλει άδικης δικαστικής απόφασης