Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δίκαιο
- απόδοση: ηθικές αρχές που εξασφαλίζουν ίση μεταχείριση των πολιτών κάθε κοινωνίας & απόδοση σε καθένα των οφειλόμενων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λ αστικό
√ απόδοση: που αναφέρεται στους πολίτες ενός κράτους
λ διεθνές
√ απόδοση: που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ κρατών
λ εθιμικό
√ απόδοση: το στηριζόμενο σε έθιμα ή συνήθειες που έχουν επικρατήσει, το διαμορφωμένο κατ΄ έθιμον που δεν έχει θεσπισθεί με γραπτό νόμο
λ εκκλησιαστικό
√ απόδοση: ε, που στηρίζεται στους ιερούς κανόνες που θεσμοθέτησε η Εκκλησία
√ συγγενές: Κανονικό Δίκαιο
λ εμπορικό
√ απόδοση: ε, που ρυθμίζει τα του εμπορίου & τα περί αυτού
λ εμπράγματο
√ απόδοση: που αφορά τις έννομες σχέσεις προσώπων με τα πράγματα
√ σχόλιο: κατ΄ ουσίαν κλάδος του αστικού δικαίου
λ ενοχικό
√ απόδοση: που αναφέρεται στην ενοχή
λ εργατικό
√ απόδοση: που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ εργοδότη & εργαζομένων
λ εταιρικό
λ κληρονομικό
√ απόδοση: που ρυθμίζει τους όρους μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων με κληρονομιά
λ ναυτικό
√ απόδοση: που σχετίζεται με την ναυτιλία ή με το ναυτικό
λ νομικό
√ απόδοση: που υπαγορεύεται από τους κείμενους νόμους
λ οικογενειακό
√ απόδοση: που ρυθμίζει σχέσεις που προκύπτουν από συγγένεια ή γάμο
λ ποινικό
√ απόδοση: που καθορίζει τις αξιόποινες πράξεις & τις ποινές που επισύρουν
λ πτωχευτικό
√ απόδοση: που έχει σχέση με την πτώχευση
λ ρωμαϊκό
√ απόδοση: το αστικό δίκαιο δημιουργήθηκε στην Αρχαία Ρώμη & όπως αυτό διαμορφώθηκε την εποχή των Βυζαντινών
λ συνταγματικό
√ απόδοση: κλάδος του δημοσίου δικαίου