Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαθέτων
- απόδοση: που δίνει / που προσφέρει / που παραχωρεί με επίσημο έγγραφο
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έθεσε περιοριστικούς όρους ο λ στον Δήμο Παπάγου για τα αμυθήτου αξίας μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία