Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κάθειρξη
- απόδοση: ποινή στερητική της ελευθερίας & των πολιτικών δικαιωμάτων που επιβάλλεται σε κακουργηματική πράξη διάρκειας τουλάχιστον πέντε ετών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το δικαστήριο επέβαλε ποινή δεκαετούς κάθειρξης άνευ ελαφρυντικών