Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νόμιμος
- απόδοση: ο σύμφωνος με το νόμο / που ορίζει ο νόμος
- αντίθετο: παράνομος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απαίτησε & έλαβε τη νόμιμη αμοιβή > το νόμιμο κέρδος
απέκτησε δύο νόμιμα τέκνα
√ απόδοση: που δεν είναι εξώγαμα
από την γνωριμία προέκυψε λ γάμος
βρίσκεται σε νόμιμη ηλικία
√ απόδοση: η καθορισμένη από το νόμο για την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων
ζήτησε τήρηση των νόμιμων διαδικασιών
προέβαλλε νόμιμη απαίτηση
πρόκειται να χρησιμοποιήσει κάθε νόμιμο μέσο
το δικαστήριο έκρινε πως είναι νόμιμη απεργία