Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μάρτυρας
- απόδοση: που δίνει πληροφορίες ή καταθέτει σε δικαστήριο για πράγματα & καταστάσεις που είδε ή άκουσε / χριστιανός αρνούμενος την αποκήρυξη της πίστεως ο οποίος τιμωρούμενος υπέστη μαρτυρικό θάνατο
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανακρίθηκε ο αυτόπτης μάρτυρας του ατυχήματος
εκλήθη ως μάρτυρας κατηγορίας > υπερασπίσεως