Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λιπομαρτυρία
- απόδοση: αδικαιολόγητη απουσία μάρτυρα από δίκη
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το δικαστήριο του επέβαλε πρόστιμο για λ