Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αρνησικυρία
- απόδοση: νόμιμο δικαίωμα αρχηγού κράτους να αρνείται την επικύρωση νόμων ή αποφάσεων της νομοθετικής εξουσίας / το δικαίωμα των κρατών μελών διεθνών οργανισμών να αντιτάσσονται ή & να ματαιώνουν πλειοψηφικές αποφάσεις
- συγγενές: βέτο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ενδέχεται να ασκήσει το δικαίωμα της αρνησικυρίας > του βέτο