Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απιστία
- απόδοση: αδίκημα δημόσιου υπαλλήλου ο οποίος από πρόθεση ζημιώνει το Δημόσιο & κατ’ επέκταση την δημόσια περιουσία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’