Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναστολή
- απόδοση: προσωρινή διακοπή & δη δικαστικής απόφασης / δισταγμός σε θέματα ηθικού περιεχομένου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άτομο χωρίς ηθικές αναστολές ικανό για όλα
το δικαστήριο εδέχθη τα περί προτέρου εντίμου βίου & επέβαλε φυλάκιση με λ