Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιουσία
- απόδοση: τα ανήκοντα υλικά αγαθά σε πρόσωπο φυσικό ή νομικό κινητής ή ακινήτου μορφής
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αξιόλογη η κινητή & ακίνητη λ η προερχόμενη κυρίως εκ κληρονομίας
παρά την λ που απέκτησε παραμένει σεμνός & συνεσταλμένος άνθρωπος
προβλέπεται η αξιοποίηση της περιουσίας του ιδρύματος