Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κονδύλιον
- απόδοση: χρηματικό ποσό σχετιζόμενο με συγκεκριμένη δαπάνη προϋπολογισμού
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το έργο χρηματοδοτήθηκε από κονδύλια του Υπουργείου Εξωτερικών