Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κέρδος
- απόδοση: ωφέλεια / το προκύπτον όφελος που απορρέει από ενέργεια ή συναλλαγή
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απαίτησε συμμετοχή στα κέρδη
απεκόμισε ουσιαστικό λ από την μετ’ αυτής συναναστροφή
από τη συναλλαγή προέκυψε θεμιτό λ
επιδιώκει από χαρακτήρος το μέγιστο λ στις δραστηριότητές του
η εμπορική δραστηριότητα τελευταίως του αφήνει αμελητέο λ
προσμετρούν τα καθαρά > τα μεικτά > τα προ φόρων κέρδη
το λογιστήριο επιδιώκει επιπλέον κέρδη