Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συναλλαγματοφόρος
- απόδοση: που αποφέρει συνάλλαγμα
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
οι ασχολούμενες με τα ναυτιλιακά είναι & οι κατ’ εξοχήν συναλλαγματοφόρες εταιρείες