Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ταμείο
- απόδοση: ειδικό κουτί ή συρτάρι γραφείου όπου φυλάσσονται χρήματα / υπηρεσία αρμόδια για την είσπραξη ή την καταβολή χρημάτων / ασφαλιστικός οργανισμός εργαζομένων / θυρίδα όπου γίνεται δοσοληψία χρημάτων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βοηθείται από φιλόπτωχο ταμείο
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο / ΔΝΤ
έκανε ταμείο & παρουσίασε έλλειμμα
λ επικουρικής συντάξεως
λ κοινωνικής προνοίας
λαμβάνει σύνταξη & από επικουρικό ταμείο
ταμείο αλληλοβοηθείας
ταμείο αρωγής
ταμείο συνταξιοδοτικό