Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υπέρογκος
- απόδοση: για εξαιρετικά υψηλό χρηματικό ποσό
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ζήτησε υπέρογκη αμοιβή για τις παρεχόμενες υπηρεσίες του
το ακίνητο προσφέρεται > διατίθεται σε υπέρογκο ποσό