Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φοροδοτικός
- απόδοση: που αναφέρεται στην καταβολή φόρων
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η κατανάλωση καπνού αποτελεί σοβαρό φοροδοτικό παράγοντα έμμεσης φορολόγησης των πολιτών