Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φορολογικός
- απόδοση: κάθε τι που αναφέρεται στην φορολογία
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αν & άνεργος λόγω εισοδήματος που προκύπτει από ακίνητη περιουσία είναι υπόχρεος φορολογικής δήλωσης
αναμένεται αλλαγή πλεύσης στο ισχύον φορολογικό καθεστώς
αναμένεται η παρουσίαση του φορολογικού νομοσχεδίου
ανήλθε κλίμακα φορολογικού συντελεστή
επέλεξε τη σύσταση ΑΕ για λόγους φορολογικούς
η κυβέρνηση δια του αρμοδίου υπουργού προτίθεται να επιβάλει επώδυνα φορολογικά μέτρα
το κρατίδιο αποτελεί φορολογικό παράδεισο της Ευρώπης & έδρα πλήθους υπεράκτιων εταιρειών