Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιχείρηση
- απόδοση: οι συντονισμένες ενέργειες ατόμου ή ομάδος ατόμων με σκοπό την πραγματοποίηση του επιθυμητού / η αυτοτελής οικονομική μονάδα που δραστηριοποιείται με σκοπό την απόκτηση κερδών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η επιχείρηση…
λ εκποιείται σε ιδιαίτερα συμφέρουσα τιμή
λ εκποιήθηκε εν λειτουργία αποκομίζοντας σοβαρά κέρδη οι μέτοχοί της
λ λειτουργεί με υψηλά διαχειριστικά έξοδα