Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιταγή
- απόδοση: έγγραφο με το οποίο δίδεται εντολή σε νομικό πρόσωπο καταβολής χρηματικού ποσού το οποίο είναι ήδη κατατεθειμένο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδύνατον να καλυφθεί η εμφανιζόμενη λ
η αγορά βρίθει από διαμαρτυρημένες επιταγές
ο εμπορικός κόσμος κινείται με μεταχρονολογημένες επιταγές
πέραν των μετρητών δόθηκε & τραπεζική λ
πρόκειται για ακάλυπτη λ
το υπόλοιπο ποσό πληρώθηκε με λ διμήνου