Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επένδυση
- απόδοση: κάλυψη στερεής επιφάνειας με άλλο στερεό υλικό / ίδρυση ή επέκταση υφιστάμενης οικονομικής επιχείρησης / αγορά αγαθού όχι για καταναλωτικούς αλλά για αποταμιευτικούς λόγους
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η αγορά χρυσού αποτελεί ισχυρή επένδυση
η Κίνα προσφέρει ευκαιρίες ασφαλών επενδύσεων