Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εμπορικός
- απόδοση: που ανήκει ή αναφέρεται στο εμπόριο ή στον έμπορο
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναμένεται η υπογραφή εμπορικής συμφωνίας
απασχολείται σε εμπορική επιχείρηση
ασκεί επί μακρόν εμπορική δραστηριότητα
διατηρεί βιβλιοδετείο σε πολυσύχναστο εμπορικό δρόμο
διατηρεί επί της οδού Αθηνάς εμπορικό κατάστημα
διετέλεσε πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού
λ ακόλουθος της Ιταλικής Πρεσβείας
λ αντιπρόσωπος ειδών λαϊκής τέχνης εξ Ινδιών
υπήρξε μάγειρας σε εμπορικά πλοία