Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φόρος
- απόδοση: μέρος του εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων που αποδίδεται στο δημόσιο για την κάλυψη δαπανών ή αναγκών
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κατά τους υπολογισμούς του είναι υπόχρεος φόρου