Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χρέος
- απόδοση: χρηματικό ποσό που υποχρεούται κάποιος να καταβάλλει / η ηθική υποχρέωση / τα υπηρεσιακά καθήκοντα ή οι υπηρεσίες πέραν των συνηθισμένων υποχρεώσεων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εκ των πραγμάτων αδύνατον να αντιμετωπίσει τα χρέη προς τρίτους
μεθοδεύεται ρύθμιση για χρέη προς το δημόσιο
τον βαρύνει ηθικό χρέος