Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χρηματισμός
- απόδοση: το να λαμβάνει χρήματα κάποιος προκειμένου να εξυπηρετήσει αίτημα συνήθως παράνομο χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες που προσφέρει η θέση του
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απασχολείτο σε νευραλγική υπηρεσία του Δήμου από όπου & εκδιώχθηκε για χρηματισμό