Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποθησαυρισμός
- απόδοση: το αποτέλεσμα του να μαζεύω να αποταμιεύω να συσσωρεύω όχι κατ’ ανάγκην με επενδυτικά κριτήρια
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αρέσκεται σε αποθησαυρισμό ικανού μέρους του μισθού του