Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τέχνη
- απόδοση: ανθρώπινη δραστηριότητα υψηλού επιπέδου στηριζόμενη σε γνώσεις & εμπειρίες προσφέρουσα πνευματικό ή τεχνικό έργο ιδιαίτερης ποιότητος & αισθητικής / η επιδεξιότητα / προκειμένου για χειρωνακτικό επάγγελμα που απαιτεί ευρεία τεχνική ειδίκευση / σύνολο γνώσεων & εμπειριών απαραίτητο για την άσκηση επαγγέλματος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απόφοιτος της σχολής καλών τεχνών
εμπορεύεται μινιατούρες ασιατικής τέχνης
κατέχει την τέχνη του επιπλοποιού όσο λίγοι
ως ζωγράφος προσέφερε υψηλή τέχνη