Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τάλαντο
- απόδοση: νομισματική μονάδα κατά την αρχαιότητα / το ταλέντο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τάλαντό του υπήρξε η εν τω βάθει κατανόηση των καταστάσεων & των εξελίξεων