Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρασκήνιο
- απόδοση: αθέατος χώρος πίσω από θεατρική σκηνή / ενέργειες που γίνονται εν κρυπτώ μακριά από την δημοσιότητα
- αντίθετο: προσκήνιο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναφέρθηκε εκτενώς στον κόσμο του πολιτικού παρασκηνίου
της προφορικής συμφωνίας προηγήθηκε έντονο πολιτικό λ
ως κρυψίνους προτιμά να κινείται στα παρασκήνια της πολιτικής ζωής