Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μουσουργός
- απόδοση: δημιουργός μουσικών έργων ιδιαίτερης αξίας
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το έργο του ως μουσουργού εκτιμήθηκε από ελάχιστους