Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μαγίστωρ
- απόδοση: δάσκαλος / έμπειρος & ικανός τεχνίτης / τίτλος στο Βυζάντιο & εις φεουδαρχική Δύση
- συγγενές: μαγίστορας
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
υπήρξε μαγίστωρ της βιβλιοδεσίας εκ των επιφανών