Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καλλιτεχνικός
- απόδοση: που παρουσιάζει αισθητικό ενδιαφέρον & προσφέρει έργο που εμπεριέχει την αίσθηση του ωραίου
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανδρώθηκε σε καλλιτεχνικό περιβάλλον
απολαύσαμε μία εξαίρετη καλλιτεχνική εκδήλωση
διαθέτει ένα από τα αρχαιότερα καλλιτεχνικά βιβλιοδετεία της Αθήνας
εμφορείται από καλλιτεχνική δημιουργία
παρακολουθεί τα δρώμενα των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων
παρουσιάζει έντονη καλλιτεχνική φαντασία
προσφέρει τις υπηρεσίες του σε καλλιτεχνικό εργαστήριο με είδη δώρων
το ίδρυμα προσφέρει στο κοινό εν άρτιο καλλιτεχνικό χώρο
τον απασχολεί η καλλιτεχνική φωτογραφία