Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καλλίεργος
- απόδοση: που φτιάχνει κάτι με τέχνη
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
υπήρξε λ στην κατασκευή κλασικών επίπλων τόσο που άφησε εποχή