Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θεατρικός
- απόδοση: που σχετίζεται με το θέατρο / ο υποκρινόμενος ο ψεύτικος ο επιδεικνύων ψευδώς
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δεν απασχολείται αυτή την περίοδο σε θεατρική σκηνή
επιχείρησε να τον πείσει με θεατρικό τρόπο
ηθοποιός που διέπρεψε σε θεατρικές παραστάσεις τετάρτης κατηγορίας
παρουσιάζει ενδιαφέρον ως λ συγγραφέας
την θερινή περίοδο θα εμφανισθεί σε ένα άκρως ενδιαφέρον θεατρικό σχήμα