Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θέαμα
- απόδοση: η οργανωμένη ή τυχαία εικόνα αντικειμένων ή γεγονότων που βλέπει ή απολαμβάνει ο παρατηρών θεατής η δυνάμενη να προξενήσει πνευματικές ή συναισθηματικές αντιδράσεις
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί θλιβερό λ το κεραυνόπληκτο δένδρο στον κήπο
ενδιαφέρον αν & τολμηρό λ
εντελώς απερίγραπτο λ
εξαίρετο χορευτικό λ
λ απαγορευμένο δια ανηλίκους
λ ελευθέρας εισόδου
παρακολουθήσαμε ανεπανάληπτο μουσικό λ