Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έντεχνος
- απόδοση: που γίνεται με τέχνη & επιτηδειότητα / που έχει καλλιτεχνική πρόθεση
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τον προσέγγισε με έντεχνο ύφος > χαμόγελο