Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυσεύρετος
- απόδοση: που παρουσιάζει σπανιότητα ή διαθέτει σπάνια προσόντα / ο έχων περιζήτητη ειδικότητα / ο υπάρχων σε μικρό αριθμό
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η στάση του επιδεικνύει ευαισθησία σπάνια & δυσεύρετη στην εποχή
ο πιστός φίλος είναι κάτι το δυσεύρετο την σήμερον ημέρα
τα βιβλία αρχαίων συγγραφέων είναι απίστευτα δυσεύρετα