Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαπασών
- απόδοση: οξύτατος τόνος φωνής ή μουσικών οργάνων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακούει μουσική στη λ μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους σύνοικους
η ορχήστρα έπαιζε στη λ