Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βιρτουόζος
- απόδοση: που κατέχει άριστα το χειρισμό μουσικού οργάνου / ο δεξιοτέχνης / που είναι επιδέξιος
- συγγενές: δεξιοτέχνης
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εις εκ των λαμπροτέρων βιρτουόζων στο ψεύδος
το βραβείο απονεμήθηκε σε Ιάπωνα βιρτουόζο στο βιολί