Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ατάλαντος
- απόδοση: ο μη έχων ταλέντο κυρίως καλλιτεχνικό
- αντίθετο: ταλαντούχος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
υπήρξε λ ηθοποιός εμφανιζόμενος σε παραστάσεις δευτέρας κατηγορίας
ως ποιητής υπήρξε λ δέσμιος της στρατευμένης σκέψης του