Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επίγευση
- απόδοση: η δι΄ ολίγον παραμένουσα γεύση μετά την κατανάλωση καφέ ποτού ή εδέσματος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο καφές ήταν εξαίσιος προσφέροντας ιδιαίτερη λ
το φαγητό ήταν εντόνως καρυκευμένο αφήνοντας απαίσια λ