Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επισιτισμός
- απόδοση: ο με τρόφιμα εφοδιασμός ενός συνόλου ατόμων
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανέλαβε τον επισιτισμό εργαζομένων φάμπρικας που εδρεύει στον Πειραιά