Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εσχάριον
- απόδοση: κινητή εστία προς θέρμανση ή για το ψήσιμο τροφών
- συγγενές: φουφού, μαγκάλι, μπάρμπεκιου
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’