Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δολιχοκέφαλος
- απόδοση: ο έχων επίμηκες κεφάλι
- αντίθετο: βραχυκέφαλος
- συγγενές: δολιχοκεφαλία / δολιχοκρανία
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’