Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ζωμός
- απόδοση: ρευστοποιημένο φαγητό το παρασκευαζόμενο με βρασμό ζωικού ή φυτικού υλικού προσφερόμενο ιδίως το χειμώνα
- συγγενές: σούπα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
για το γεύμα του επέλεξε ζωμό βοδινού > όρνιθας > χορταρικών
ο μέλας λ των Σπαρτιατών